προάσκηση

προάσκηση
η / προάσκησις, -ήσεως, Ν Μ [προασκῶ]
προκαταρκτική άσκηση, προγύμναση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • προεξάσκηση — η, Ν προάσκηση, προκαταρκτική εξάσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εξάσκηση. Η λ., στον λόγιο τ. προεξάσχησις, μαρτυρείται από το 17ββ στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • Γκρόος, Καρλ — (Karl Groos, Χαϊδελβέργη 1861 – Τίμπιγκεν 1946). Γερμανός ψυχολόγος. Ο Γ. έστρεψε την προσοχή του στο φαινόμενο του παιχνιδιού και το μελέτησε από την άποψη της συγκριτικής ψυχολογίας. Τα πρώτα του έργα σχετικά με αυτό το θέμα είναι Ταπαιχνίδια… …   Dictionary of Greek

  • προπαίδευση — η προπαρασκευή, προγύμναση, προάσκηση για κάποιο έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπόνηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προπονώ, η προγύμναση, η προάσκηση: Οι αθλητές κάνουν συχνά προπόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”